- ἀλεκτρυόνειος
- ἀλεκτρυ-όνειος, ον,A of a fowl,
κρέα Hp.Int.9
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κρέα Hp.Int.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλεκτρυόνειος — ἀλεκτρυόνειος, ον (Α) [ἀλεκτρυών] ο αλεκτόρειος* … Dictionary of Greek
ἀλεκτρυονείοισι — ἀλεκτρυόνειος of a fowl masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεκτρυών — Μυθολογικό πρόσωπο Ο Α. ήταν νεαρός φίλος του Άρη, ο οποίος, κάθε φορά που ο θεός του πολέμου συναντιόταν με την Αφροδίτη, καθόταν φρουρός έξω από το δωμάτιο για να τους προειδοποιεί όταν έβγαινε ο ήλιος. Μια νύχτα, όμως, ο Α. αποκοιμήθηκε και ο… … Dictionary of Greek